Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Εγκώμιο του ποδηλάτου




Του  MARC AUGE

Δεν μπορούμε να πλέξουμε το εγκώμιο του ποδηλάτου χωρίς να μιλήσουμε για τον εαυτό μας. Το ποδήλατο αποτελεί μέρος της ιστορίας του καθενός από εμάς. Η εκμάθησή του παραπέμπει σε ιδιαίτερες στιγμές της παιδικής ηλικίας και της εφηβείας. Μέσω αυτού, ο καθένας ανακάλυψε ένα μέρος από το σώμα του, από τις σωματικές ικανότητές του και γεύεται την εμπειρία της ελευθερίας που συνδέεται με αυτό. Για κάποιον της δικής μου γενιάς, το να μιλάς για το ποδήλατο σημαίνει συνεπώς υποχρεωτικά να ανακαλείς αναμνήσεις. Αλλά αυτές οι αναμνήσεις δεν είναι μόνο προσωπικές· ριζώνουν σε μια εποχή και σε ένα περιβάλλον, σε μια ιστορία που μοιραζόμαστε με εκατομμύρια άλλους. Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το άθλημα της ποδηλασίας, εξόχως λαϊκό, απέκτησε ξανά μια επική διάσταση, ιδίως με την επανάληψη του Γύρου της Γαλλίας. Αυτή η διάσταση επιβιώνει σήμερα παρά την κρίση που συνδέεται με τις παρεκτροπές του επαγγελματικού αθλητισμού και του ντοπαρίσματος. Είναι μια σοβαρή κρίση για πολλούς λόγους, κυρίως επειδή θίγει τις οικείες μνήμες και την προσωπική μυθολογία του καθενός. Ωστόσο, για αυτόν ακριβώς το λόγο, ίσως κάποτε επιλυθεί, καθώς οι μύθοι είναι ανθεκτικοί στο χρόνο. Κι έπειτα, η πολιτική της πόλης προστρέχει σε βοήθεια. Την ίδια στιγμή όπου η αστικοποίηση του κόσμου καταδικάζει τα όνειρα της υπαίθριας ζωής να βρουν καταφύγιο στα στερεότυπα της διευθετημένης φύσης (περιφερειακά πάρκα) ή στα ομοιώματα της επινοημένης φύσης (ψυχαγωγικά πάρκα), το θαύμα της ποδηλασίας ξανακάνει την πόλη έναν κόσμο περιπέτειας ή, τουλάχιστον, ταξιδιών. Αυτό το θαύμα ήταν, εδώ και καιρό, το θέλγητρο πόλεων όπως το Άμστερνταμ ή η Κοπεγχάγη, αλλά να που οι σχεδιαστές των πόλεών μας, με τη σειρά τους, αρχίζουν να πιστεύουν στα θαύματα και επιχειρούν, όχι χωρίς δυσκολίες και αδεξιότητες, να το πραγματοποιήσουν στις δυο πιο επιβαρυμένες από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων πόλεις της Γαλλίας. Στο Παρίσι όπως και στη Λιόν, το να θέτεις τα ποδήλατα στην ελεύθερη διάθεση των κατοίκων ή των επισκεπτών, σημαίνει ότι υποχρεώνεις τους τελευταίους να βλέπουν ο ένας τον άλλο, να συναντώνται, ότι κοινωνικοποιείς τους δρόμους, τους ξανακάνεις τόπους ζωής, ότι ονειρεύεσαι την πόλη. Δεν είμαστε πια στο '68. Σήμερα, το να αλλάξεις τη ζωή σημαίνει καταρχάς το να αλλάξεις την πόλη. Υπάρχουν πολλά για να γίνουν και όσα γίνονται δεν είναι πάντα καλά καμωμένα. Αλλά το ότι μια ουτοπία βρήκε τον τόπο της είναι ήδη κάτι.


Ο βιωμένος μύθος

Ο μύθος και η ιστορία
Ας ξεκινήσουμε με μερικές ημερομηνίες και μερικές αναφορές. Θα τις παραθέσω σκόρπια για να προσπαθήσω να δώσω να καταλάβουν αυτοί που δεν υπήρξαν μάρτυρές του, κάτι από εκείνο που υπήρξε η πολύ ιδιαίτερη στιγμή του τέλους της δεκαετίας του '40. Με το πέρας των χειρότερων φρικαλεοτήτων της ιστορίας, την επαύριο των πρώτων πυρηνικών εκρήξεων, στις παραμονές αυτού που θα αποκαλούσαμε σύντομα ισορροπία του τρόμου, σε μια Ευρώπη που από πολλές απόψεις δεν είχε εγκαταλείψει μολοντούτο πλήρως το δέκατο ένατο αιώνα, η ανάγκη για ζωή εκδηλωνόταν όσο ποτέ άλλοτε. Η εργατική τάξη υπήρχε και, παρά τα όσα μερικοί γνώριζαν ή έπρεπε να γνωρίζουν για τις αμφισημίες και τα εγκλήματα του σοβιετικού στρατοπέδου, πίστευε στο μέλλον του σοσιαλισμού. Το ποδήλατο, απαραίτητο μέσο για τους πιο απλούς, αλλά επίσης σύμβολο ονείρου και απόδρασης, εξέφραζε την αμφιθυμία μιας κατάστασης όπου οι διάρκειες του παρόντος μετριόνταν ακόμη βάσει των υποσχέσεων του μέλλοντος. Ο Κλέφτης Ποδηλάτων του Βιτόριο ντε Σίκα είναι ταινία του 1948, η Μέρα Γιορτής του Τατί του 1949. Το 1949, ο Φαούστο Κόπι, παγκόσμιος πρωταθλητής ατομικής καταδίωξης, κερδίζει το Γύρο της Ιταλίας και το Γύρο της Γαλλίας. Ο Κλέφτης Ποδηλάτων, αριστούργημα που εγκαινιάζει τον ιταλικό νεορεαλισμό, αφηγείται τις αγωνίες και περιπλανήσεις ενός άνεργου των προαστίων της Ρώμης· βρίσκει εργασία ως αφισοκολλητής που συνεπάγεται τη χρήση ποδηλάτου, απαραίτητο εργαλείο δουλειάς, αλλά έδωσε το δικό του στο ενεχυροδανειστήριο. Η γυναίκα του δίνει ενέχυρο τρία ζευγάρια σεντόνια για να το ξαναπάρει. Η ταινία αφηγείται την ημέρα κατά τη διάρκεια της οποίας ο δυστυχής ήρωας πέφτει θύμα κλοπής του ποδηλάτου του, προσπαθεί να βρει τον κλέφτη, κι έπειτα, εκδιωγμένος από τη συνοικία στην οποία ζει, επιχειρεί να κλέψει ο ίδιος ένα ποδήλατο, συλλαμβάνεται και τελειώνει την ημέρα του ντροπιασμένος και απελπισμένος. Η Μέρα Γιορτής είναι μια κωμική ταινία που διαδραματίζεται σ’ ένα γαλλικό επαρχιώτικο περιβάλλον. Ο ταχυδρόμος, τον οποίο υποδύεται ο Ζακ Τατί, δεν έχει τίποτα το τραγικό. Άγαρμπος, αδέξιος, καλοπροαίρετα στόχος εμπαιγμού από τον περίγυρό του, είναι ουσιαστικά-κατ΄ ουσίαν μιμητικός τύπος. Παριστάνοντας τον ταχυδρόμο όπως ο σερβιτόρος του Σαρτρ παριστάνει το σερβιτόρο, υποδυόμενος τον ποδηλάτη δρόμου όταν βλέπει να περνά η τοπική ποδηλατοδρομία όπου συναγωνίζονται οι νέοι της περιοχής, υπάρχει μόνο για το βλέμμα του άλλου, αλλά στην πραγματικότητα κανένας δεν τον κοιτάζει. Ενσαρκώνει μια ορισμένη μορφή μοναξιάς και φτώχειας, αλλά σε μια πιο ελαφριά και χιουμοριστική εκδοχή. Ο Φαούστο Κόπι, όταν ήταν νέος δούλευε σε ένα αλλαντοπωλείο και παρέδιδε τις παραγγελίες με το ποδήλατο, όπως θα κάνει λίγο αργότερα ο παραγιός Μπομπέ παραδίδοντας το ψωμί και τα κρουασάν του οικογενειακού αρτοπωλείου. Πραγματοποιώντας το όνειρό του να γίνει επαγγελματίας ποδηλάτης δρόμου, ξεκινά ως gregario του Gino Bartali πριν γίνει ο «τέλειος ήρωας» για τον οποίο θα μιλήσει ο Μπαρτ, ο πρωταθλητής τον οποίο επρόκειτο να ονειρευτούν γενιές και γενιές γιατί ενσάρκωνε ταυτόχρονα το κουράγιο, την ευφυΐα, την περηφάνεια και την ατυχία. Μέσα σε μερικά χρόνια πέρασε από τις κοινοτοπίες του νεορεαλισμού στις μεγαλοπρέπειες του μύθου. Μύθος πολιτικός επίσης, αφού, μπροστά στο συντηρητικό Τζίνο Μπαρτάλι, είδωλο των χριστιανοδημοκρατών, ο Κόπι εμφανιζόταν ως το παιδί του λαού που έχαιρε της εκτίμησης του αριστερού Τύπου και στον οποίο, μια εξωσυζυγική περιπέτεια, στοίχισε την οργή του Βατικανού.
Την ίδια εποχή, όλη η Γαλλία γελούσε ακούγοντας τον Μπουρβίλ να τραγουδά Στο ποδήλατο (γράφτηκε το 1947), τραγούδι ολίγον άσεμνο, αρκετά παλαβό και στη «γαλατική» παράδοση της αγροτικής κωμωδίας, αλλά στο οποίο ξαναβρίσκαμε, σε μορφή παρωδίας και κωμωδίας, όλα τα «μυθεύματα» του ποδηλατικού θρύλου, το ποδήλατο, τον ποδηλάτη και το Γύρο:

«… Ξαφνικά, ποια βλέπω μπροστά;
Ένα ωραίο κορίτσι με δροσερό μουτράκι
Στο ποδήλατο
[…]
Είστε ποδηλάτης;
Όχι, δεν είμαι ποδηλάτης…
[…]
Τρέξατε στο Γύρο;
Στο Γύρο της Γαλλίας;
Όχι, κάνω όμως γύρους…»
Προκειμένου ο μύθος να γεννηθεί, πρέπει να μεταβιβάζεται από την ιστορία, πρέπει οι άνθρωποι να αναγνωρίζουν σε εκείνον την υπερβατική μορφή αυτού που ζουν. Δεν προξενεί, έτσι, εντύπωση ότι το ποδήλατο και οι πρωταθλητές ποδηλάτες υπήρξαν αντικείμενο ενός είδους λαϊκής λατρείας πριν τον πόλεμο, τη στιγμή των πληρωμένων διακοπών, όταν, τα έτη '36,'37 και '38, ποδήλατα και διπλά ποδήλατα (tandem) κατέκλυζαν τους δρόμους της Γαλλίας και, όταν, τα μεταπολεμικά χρόνια, πολλοί εργάτες συνέχιζαν να πηγαίνουν στη δουλειά τους με ποδήλατο.
Εάν σήμερα, όπως φαίνεται, αυτή η λατρεία ψυχορραγεί πιο γρήγορα στη Γαλλία από ό,τι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, χωρίς αμφιβολία αυτό συμβαίνει επειδή ο δεσμός μεταξύ της καθημερινής ζωής και του μύθου χαλάρωσε σε σημαντικό βαθμό, εάν δε διερράγη. Η απομάκρυνση των τόπων ζωής από τους τόπους εργασίας, η συστηματική χρήση του αυτοκινήτου απώθησαν το ποδήλατο στον τομέα της άθλησης και της ψυχαγωγίας. Οι «cyclos» εξορμούν τις Κυριακές· μερικοί νέοι ονειρεύονται ακόμη μια καριέρα πρωταθλητισμού, αλλά οι Γάλλοι πρωταθλητές σπανίζουν. Η ποδηλασία πίστας που γοήτευε ήδη τον Τουλούζ-Λοτρέκ στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο Τριστάν Μπερνάρ ήταν αθλητικός διευθυντής του ποδηλατοδρομίου Μπούφαλο (ας σκεφτούμε το σχέδιό του Ο Ζίμερμαν και η μηχανή), αυτό το τόσο δημοφιλές άθλημα πριν τον πόλεμο (είναι στο Χειμερινό Ποδηλατόδρομιο όπου συναντιούνται η Αρλετί, ο Μισέλ Σιμόν και ο Φερναντέλ στο Fric-Frac, την ταινία του Κλοντ Οτάν Λαρά του 1939) και αμέσως μετά τον πόλεμο, κυρίως με τους Αγώνες Ποδηλασίας των Έξι ημερών, δεν είναι πλέον ένα θέαμα της μόδας στην κοινωνία μας η οποία εντούτοις αρέσκεται τόσο στο θέαμα. Η «μικρή βασίλισσα» δεν είναι πλέον αυτό που ήταν. Το Παρίσι-Ρουμπέ και η Κόλαση του Βορρά έχασαν την αύρα τους την ίδια στιγμή που παρήκμαζαν οι βιομηχανικές δραστηριότητες στο Βορρά της Γαλλίας. Ο Ποδηλατικός Αγώνας Μπορντό-Παρίσι εξαφανίστηκε το 1988. Οι περιφερειακοί γύροι όπως ο Γύρος της Δύσης έχουν πεθάνει εδώ και καιρό, ενώ άλλοτε οι πιο εκλεκτοί ποδηλάτες δεν απαξίωναν να πάρουν μέρος και να λάμψουν σε αυτούς. Στη Γαλλία τουλάχιστον, δεν υπάρχει εξάλλου πλέον καθόλου ενδιαφέρον για τους κλασικούς αγώνες όπως για τους αγώνες Λιέγη-Bastogne-Λιέγη, Μιλάνο-Σαν Ρέμο ή το Γύρο της Λομβαρδίας. Εάν ο Γύρος της Γαλλίας προσελκύει ακόμη τα πλήθη, οι άλλοι γύροι απέχουν πολύ από το να έχουν κρατήσει, στη χώρα του Μπομπέ, του Ανκετίλ και του Ινό, το γόητρο που τους ανήκε εδώ και μερικές δεκαετίες ‒ κάτι που οπωσδήποτε δεν ισχύει στην περίπτωση των βόρειων χωρών, ούτε στην Ιταλία ή στην Ισπανία, όπου μια δημοφιλής, καθημερινή και λειτουργική χρήση του ποδηλάτου έχει διατηρηθεί πιο σταθερά από ό,τι στη Γαλλία. Στη Γαλλία, οι Γάλλοι δεν κερδίζουν πια γύρους ακριβώς επειδή ο μύθος παρακμάζει και όχι το αντίθετο. Παραμένει ο Γύρος της Γαλλίας, που κατείχε μια τέτοια θέση στο φαντασιακό των Γάλλων μέχρι τη δεκαετία του ’80, ώστε ακόμη και οι τριαντάρηδες σήμερα θα είχαν πληγωθεί εάν οι απειλές που αφορούν στην ύπαρξή του είχαν πραγματοποιηθεί και αν εξαφανιζόταν παίρνοντας μαζί του ένα μέρος της προσωπικής τους μυθολογίας. Ο μύθος, όντας επίσης υπόθεση λέξεων, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι κάτι μεταδίδεται ακόμη από αυτόν από γενιά σε γενιά κατά μήκος των δρόμων του Γύρου και ότι θα χρειαστεί χρόνος για να σβήσει από τη συλλογική μνήμη εάν τον καταργήσουμε. Ο Γύρος της Γαλλίας, με τις ψευδαισθήσεις του, είναι κατ΄ εξοχήν ένας «τόπος μνήμης».
Μετά τον πόλεμο είχα μεγαλώσει αρκετά για να πηγαίνω μόνος μου στον κουρέα («μια χωρίστρα αριστερά με ελεύθερο το αυτί», ζητούσα σχολαστικά) και παραδινόμουν στις απαγορευμένες απολαύσεις: στην ανάγνωση των αθλητικών περιοδικών, But και Miroir Sprint. To Miroir Sprint πρωτοεκδόθηκε το 1949. Ήταν ένα εβδομαδιαίο περιοδικό φίλα προσκείμενο στην αριστερά και στο κομμουνιστικό κόμμα. Το But et Club δημιουργήθηκε το 1947 από τον Gaston Bénac, επικουρούμενο από τον Félix Lévitan, αθλητικό δημοσιογράφο που επρόκειτο να γίνει το 1951 διευθυντής του Parisien Libéré, συνδιοργανωτή του Γύρου της Γαλλίας. Το ίδιο έτος, το But et Club φιλοξένησε το Miroir des Sports, η κυκλοφορία του οποίου απαγορεύτηκε το 1944 γιατί άρχισε να εκδίδεται/πρωτοκυκλοφόρησε επί Κατοχής. Το Miroir des Sports υπήρξε αρχικά ο υπότιτλος του τίτλου του περιοδικού But et Club, τη θέση του οποίου πήρε απλούστατα από το 1956. Ο διακηρυγμένος στόχος αυτής της επιστροφής ήταν να αντιμετωπιστεί η επιρροή του Miroir Sprint, αλλά τα δύο εβδομαδιαία περιοδικά επρόκειτο να εξαφανιστούν μετά το 1968, όταν θα γινόταν πολύ δύσκολο να ανταγωνιστούν την κυριαρχία της τηλεόρασης στο πεδίο των εικόνων. Όλοι αυτοί οι ιστορικοί και πολιτικοί συλλογισμοί μου διέφευγαν όταν, γύρω στο 1950, βυθιζόμουν, στον κουρέα, σε αυτό τον Τύπο που ήταν γεμάτος εικόνες στις οποίες ανακάλυπτα το πρόσωπο των ποδηλατών που έπαιρναν μέρος στους αγώνες ποδηλασίας πίστας των Έξι Ημερών ή των θρυλικών ηρώων μου, από τον Robic στον Coppi.
Στη Βρετάνη, όπου περνούσα τις καλοκαιρινές διακοπές, το ποδήλατο ήταν, το λιγότερο που μπορούμε να πούμε, δημοφιλές. Οι ψαράδες πήγαιναν στα γύρω λιμάνια ποδηλατώντας· κάθε πρωί και κάθε βράδυ οι γυναίκες τους έκαναν το ίδιο για να πάνε στο εργοστάσιο κονσερβοποιίας και για να επιστρέψουν από αυτό, ακόμη και όταν έβρεχε ή φυσούσε δυνατά. Τα πηγαινέλα των μεν και των δε σημάδευαν τις ημέρες. Οι διαδρομές μου, πάνω στο μπλε ποδήλατο που μου είχε δώσει ο παππούς μου, ήταν περισσότερο ακανόνιστες· τον Ιούλιο όμως, ξαναβρισκόμουν κάθε βράδυ προς τις τέσσερις ή πέντε μπροστά στο καφενεδάκι της πλατείας της εκκλησίας· ο καφετζής κολλούσε έναν πίνακα στην πόρτα όπου έγραφε τους τρεις πρώτους της αγωνιστικής ημέρας (ετάπ) και τους τρεις πρώτους της γενικής κατάταξης. Τότε είναι που ο θαυμασμός μου για τον Coppi και ο ενθουσιασμός μου, το 1949 και 1952, με την αναγγελία της νίκης του, με απάλλαξαν οριστικά από κάθε σοβινισμό. Ποτέ δε θα ένιωθα για ένα γάλλο πρωταθλητή και κυρίως για τον Bobbet (ο οποίος επρόκειτο να κερδίσει το Γύρο το 1953) τον ατελείωτο ενθουσιασμό που μου ενέπνεε ο Coppi.
Είναι απολύτως φυσικό να πηγαίνει ο νους μας στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια όταν φέρνουμε στο μυαλό μας το Γύρο της Γαλλίας, στη δε Ιλιάδα περισσότερο από την Οδύσσεια, καθώς οι καθημερινές μάχες των ηρώων είθισται να συγκρατούν την προσοχή. Αυτή την εποποιία, την έζησα χωρίς να τη συνειδητοποιήσω· έβρισκε με φυσικό τρόπο την τροφή της και το λεξιλόγιό της στον Τύπο που διάβαζα πυρετωδώς το πρωί· στον Τύπο ή, πιο συγκεκριμένα, στην Télégramme, τη μόνη εφημερίδα, μαζί με την Ouest-France, που έφτανε στο χωριό των παππούδων μου. Περιφρονούσα τις «βδέλλες της ρόδας»· είχα ένα μόνιμο φόβο ότι θα κλέψουν τη νίκη από τον αγαπημένο μου, όπως έκανε ο Van Steenbergen, ο βασιλιάς των σπρίντερ, κατά τη διάρκεια ενός παγκόσμιου πρωταθλήματος. Θαύμαζα τον Magni, το φαλακρό με το μεγάλο μέτωπο, το βασιλιά των ποδηλατών κατάβασης, αλλά προτιμούσα τους αναρριχητές ορεινών περασμάτων. Εμπιστευόμουν τους «ειρηνοδίκες» (έτσι ονομάζονταν τα μεγαλύτερα περάσματα των Άλπεων) όπως εμπιστεύεται κανείς τη Δικαιοσύνη. Τα καλαμπούρια του Zaaf, «του πάτου της κατάταξης», μου έφερναν γέλια μέχρι δακρύων.
Ο Ρολάν Μπαρτ ανέλυσε με καταπληκτικό τρόπο στις Μυθολογίες του τις ρητορικές φιγούρες με τις οποίες ο Τύπος και το ραδιόφωνο φυσικοποιούσαν τους ανθρώπους και ανθρωποποιούσαν τη φύση στα ρεπόρτάζ τους, συμβάλλοντας έτσι στον επικό χαρακτήρα τους. Αλλά η ανάλυσή τους είναι αυστηρά σημειολογική και σύγχρονη του γεγονότος. Είναι περίπου σαράντα ετών όταν δείχνει ενδιαφέρον, προς το 1955, στα πορτρέτα που ο τύπος και το ραδιόφωνο του προτείνουν για ήρωες της στιγμής. Αυτή η στιγμή, είναι η στιγμή της μεγάλης ομάδας της Γαλλίας (με τους αδερφούς Bobet, τους αδερφούς Lazaridès, Geminiani και Antonin Rolland, συνεπείς γκρινιάρηδες και επίσης τον André Darrigade, το λαγωνικό των Landes, σχεδόν πάντα ακαταμάχητος στην τελική ευθεία)· πρόκειται για μια στιγμή που ακολούθησε πολύ σύντομα, αλλά ακολούθησε εντούτοις, που μου ενέπνευσε αξέχαστα συναισθήματα καθώς η βασιλεία του Bobet διαδέχτηκε αμέσως εκείνη του Coppi. Ο Μπαρτ δεν εντάσσει επομένως τη χρονική διάσταση στην αναφορά του και δε μας λέει (δεν είναι στις προθέσεις του) εάν θυμάται τους γύρους της Γαλλίας πριν τον πόλεμο, τους γύρους της Γαλλίας των παιδικών του χρόνων. Εμείς, ωστόσο, μπορούμε να ξαναβρούμε αυτή τη χρονική διάσταση ξαναδιαβάζοντάς τον σήμερα, καθώς η μυθολογία του Γύρου δεν είναι πια αυτή που εκείνος εξέταζε προσεκτικά με λεπτότητα, ακόμη κι αν, όπως ένα φάντασμα, εξακολουθεί να στοιχειώνει τη φαντασία πολλών από αυτούς που επιμένουν ακόμη να κοιτάζουν να περνούν οι δρομείς της Grande Boucle, ενθαρρύνοντάς τους με χειρονομίες και φωνές.
Παραμένοντας για μια στιγμή ακόμη στο Γύρο της Γαλλίας, που είναι χωρίς αμφιβολία η πιο γνωστή παγκοσμίως διοργάνωση ποδηλασίας, έχω την εντύπωση ότι οι οργανωτές της έχασαν το τρένο της Ευρώπης ή μάλλον ότι δίνουν μια αγοραία εικόνα της τελευταίας, η οποία, δυστυχώς, προκαλεί εύλογες ανησυχίες ότι δεν αντιστοιχεί σε ορισμένες όψεις της πραγματικότητας. Πράγματι, είναι παράδοξο ότι, την ώρα όπου γίνεται τόσος λόγος για την Ευρώπη, το άθλημα της ποδηλασίας δεν είναι πια το λαϊκό στήριγμα της περιφερειακής, εθνικής και ευρωπαϊκής γεωγραφίας. Η υποκατάσταση των εθνικών ή περιφερειακών ομάδων από τις ομάδες των εμπορικών χορηγών (ας υπενθυμίσουμε ότι, τη δεκαετία του ’50, η γαλλική ποδηλασία ήταν τόσο πλούσια που μπορούσε να συγκεντρώσει πολλές περιφερειακές ομάδες στο Γύρο της Γαλλίας) επικύρωσε σε τελική ανάλυση το θρίαμβο της καταναλωτικής κοινωνίας. Ο Γύρος της Γαλλίας πέρασε απευθείας από την εθνική διάσταση στην αγοραία παγκοσμιοποίηση, βραχυκυκλώνοντας την ευρωπαϊκή διάσταση. Οι περιφερειακές και εθνικές ομάδες εξαφανίστηκαν το 1961, παρά την εφήμερη επιστροφή των τελευταίων κατά τη διάρκεια δύο ετών, το 1967 και το 1968. Για να σηματοδοτηθεί η ευρωπαϊκή διάσταση του Γύρου της Γαλλίας, σε δεκαέξι περιπτώσεις το σημείο εκκίνησής της ορίστηκε σε μία από τις ξένες όμορες χώρες της Γαλλίας· η πρώτη πόλη εκκίνησης εκτός Εξαγώνου [Γαλλίας] ήταν το Αμστερνταμ το 1954. Ποτέ όμως δε σκεφτήκαμε να δημιουργήσουμε μία η περισσότερες ευρωπαϊκές ομάδες σε σχέση με τις οποίες οι εθνικές ομάδες θα έπαιζαν το ρόλο των παλιών περιφερειακών ομάδων και θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις ομάδες της Βόρειας και Νότιας Αμερικής, της Ασίας ή της Αυστραλίας. Είναι γεγονός ότι οι απόπειρες για να διοργανωθεί ένας ποδηλατικός Γύρος της Ευρώπης απέτυχαν. Λες και το άθλημα της ποδηλασίας, εξαιτίας της λαϊκής διάστασής του, να παρέμεινε ένας αποκαλυπτικός δείκτης των πολιτικών δυσχερειών. Επομένως, ο μύθος της ποδηλασίας αποσπάται από την πολιτική του διάσταση από δυο πλευρές: το ποδήλατο δεν παίζει πλέον τον ίδιο ρόλο στη ζωή των λαϊκών στρωμάτων, και το άθλημα της ποδηλασίας, παρά τις αξιοσημείωτες και έξυπνες επιδόσεις της τηλεόρασης, συμβάλλει όλο και λιγότερο στην τροφοδότηση του γεωγραφικού, εθνικού και πολιτικού φαντασιακού. Ένα άθλημα χωρίς τόπους έχει ακόμη τόπο να σταθεί;

Η ανακάλυψη του εαυτού
Ο μύθος είναι ισχυρότερος εάν βρίσκει απήχηση στην εμπειρία εκείνων στους οποίους αφηγείται. Στη Βρετάνη, όλοι οι έφηβοι της δεκαετίας του ’50 επιχειρούσαν να σπριντάρουν, να κάνουν τους έξυπνους αφήνοντας το τιμόνι στο ίσιωμα και στις κατηφόρες ή να κάνουν ορθοπεταλιές προκειμένου να δείξουν ότι τα βγάζουν πέρα στις πιο απότομες ακτές· κοντολογίς, να καμώνονται ότι τα συνηθισμένα ποδήλατά τους ήταν στιβαρά ποδήλατα αγώνων. Σαν τον ταχυδρόμο της Μέρας Γιορτής, εν ολίγοις, αλλά παίρνοντας τον εαυτό τους λίγο πιο σοβαρά, όπως ο μεγάλος έφηβος που, στις Διακοπές του κυρίου Ιλό, παρελαύνει με μια αφελή αυταρέσκεια κάτω από το μπαλκόνι της νεαρής παριζιάνας παραθερίστριας. Ο Ζακ Τατί, το 1953, έδινε ένα χαριτωμένο και σωτήριο μάθημα χιούμορ στους έφηβους αρσενικούς της εποχής. Ίδιο χιούμορ και ίδια τρυφερότητα, το 1969, δεκαέξι χρόνια αργότερα, στο τραγούδι Με το ποδήλατο του Pierre Barouh και του Francis Lai, που τραγουδούσε ο Υβ Μοντάν. Πολλές γενιές αναγνώρισαν τον εαυτό τους σε αυτό γιατί έβρισκαν εκεί αναμνήσεις, αληθινές ή φανταστικές, της εφηβείας τους:
«Όταν φεύγαμε πρωί πρωί
Όταν φεύγαμε από τα σοκάκια
Με το ποδήλατο»
Το χιούμορ όμως και η τρυφερότητα δεν θα μπορούσαν να ασκήσουν τόσο σθεναρά τη γοητεία τους αν η χρήση του ποδηλάτου δεν αποτελούσε αρχικά, για αυτούς τους έφηβους των δεκαετιών του ’30, του ’40 ή του ’50, μια εκπληκτική εμπειρία ελευθερίας. Το πρώτο πετάλισμα, είναι η απόκτηση μιας καινούργιας αυτονομίας, είναι η ωραία απόδραση, η χειροπιαστή ελευθερία, η κίνηση στην άκρη των ποδιών, όταν η μηχανή ανταποκρίνεται στην επιθυμία του σώματος και σχεδόν την προλαβαίνει. Σε μερικά δευτερόλεπτα, ο στενός ορίζοντας απελευθερώνεται, το τοπίο κινείται. Βρίσκομαι αλλού. Είμαι ένας άλλος αλλά ωστόσο είμαι ο εαυτός μου όπως ποτέ άλλοτε· είμαι αυτό που ανακαλύπτω.
Όταν συμβαίνει μερικές φορές να ξανασκέφτομαι τις πρώτες ποδηλατικές μου κοπάνες, αντιλαμβάνομαι για τα καλά ότι ήταν πολύ φρόνιμες και πολύ σεμνές. Κι όμως: από τη μέρα που μου παραχωρήθηκε η ποδηλατική αυτονομία, η επικράτειά μου διευρύνθηκε υπέροχα. Στη Βρετάνη, τα λίγα χιλιόμετρα που κερδήθηκαν με αυτό τον τρόπο, μου άνοιγαν κόσμους: η θάλασσα από τη μια πλευρά (παραλίες προσβάσιμες από μικρά δρομάκια, το ψαρολίμανο από την εθνική), η εξοχή και τα δάση από την άλλη (η περιπέτεια της συλλογής μανιταριών στα τέλη Αυγούστου). Αυτό το σώμα με σώμα με το χώρο ήταν μια μοναδική και συναρπαστική δοκιμασία μοναξιάς. Αυτό το σώμα με σώμα με τον ίδιο μου τον εαυτό ήταν μια εσώτερη εμπειρία, αποκτούσα επίγνωση των δυνατοτήτων μου και των ορίων μου: δεν κάνουμε ζαβολιές με το ποδήλατο. Κάθε υπερβολική έπαρση τιμωρείται αμέσως· ο μοχλός αλλαγής ταχυτήτων μου είχε μόνο τρεις ταχύτητες, αλλά χρειάστηκε να μάθω να τις χρησιμοποιώ και τις τρεις για να μην σφηνωθώ στη μεγάλη πλαγιά που έπρεπε να σκαρφαλώσω με γενναιότητα στην επιστροφή, εάν ήθελα να αποφύγω τη ντροπή της επιστροφής στο χωριό, σπρώχνοντας το ποδήλατο με τα χέρια. Έμαθα να μαθαίνω, πειθαρχούσα και, όταν στο τέλος των διακοπών κατόρθωσα να ανέβω στην πλατεία της εκκλησίας με την τρίτη ταχύτητα χωρίς να κάνω ορθοπεταλιά, συνειδητοποίησα ότι είχα γίνει πιο δυνατός.
Ξέρουμε ότι το ποδήλατο, όπως το κολύμπι, δεν ξεχνιέται. Αλλά υπάρχει κάτι ακόμη. Η βαθμιαία γνωριμία του εαυτού στην οποία αντιστοιχεί η εκμάθηση ποδηλάτου αφήνει αποτυπώματα συγχρόνως αλησμόνητα και ασυναίσθητα. Πρόκειται εδώ για ένα παράδοξο που συνιστά την ιδιαιτερότητά του: το παράδοξο του χρόνου και της αιωνιότητας, εάν θέλουμε να το πούμε έτσι. Οι νέοι που ανεβαίνουν στο ποδήλατο δοκιμάζουν την κατακτητική εμπειρία του σώματός τους. Είναι μια κατακτητική εμπειρία, γιατί είναι, όπως λέμε, στην ακμή της ηλικίας τους. Λίγο πολύ γεροδεμένοι, λίγο πολύ ταχείς, λίγο πολύ ικανοί, όλοι όμως, κατά κανόνα, εύρωστοι, μετρούν τις δυνάμεις τους συγκρινόμενοι με το χώρο. Είναι στιγμές που γνωρίζουν ότι είναι πιο αποφασιστικοί από άλλους. Βιώνουν το αίσθημα ότι είναι «γερά πετάλια», όπως λέει μια ευρέως διαδεδομένη λαϊκή έκφραση. Αυτό το αίσθημα χάνεται όσο ξοδεύεται και εξαφανίζεται μέσα σε λίγες ώρες για να παραχωρήσει τη θέση του στην κούραση. Εμφανίζεται όλο και πιο σπάνια καθώς μεγαλώνουμε, κυρίως όταν μας λείπει η εξάσκηση. Με αυτή την έννοια, το να κάνεις ποδήλατο, σημαίνει να μαθαίνεις να χειρίζεσαι το χρόνο, τόσο το βραχύ χρόνο της ημέρας ή της ετάπ όσο και το μακρύ χρόνο των ετών που συσσωρεύονται. Παρ’ όλ’ αυτά (κι εδώ είναι το παράδοξο) το ποδήλατο είναι επίσης μια εμπειρία αιωνιότητας. Όπως, στην παραλία, καμιά φορά αυτός που ξαπλώνει στην άμμο και κλείνει τα μάτια βιώνει την αίσθηση ότι ξαναβρίσκει την παιδική του ηλικία ή, ακριβέστερα, βιώνει αισθήσεις που, μη έχοντας ηλικία, διαφεύγουν της διαβρωτικής επίδρασης του χρόνου, με τον ίδιο τρόπο που κάποιος, με κάποια ατολμία στην αρχή, τολμά να κάνει ποδήλατο μετά από μερικά χρονιά αποχής και όχι μόνο δεν αργεί «να ξαναβρεί την ενέργειά του», όπως λένε οι αθλητικογράφοι για να δηλώσουν τη συνείδηση που αποκτά κανείς του σώματός του και των ικανοτήτων του από τη στιγμή που ξαναρχίζει να εξασκείται, αλλά κυρίως ανακαλύπτει εκ νέου γρήγορα μαζί με αυτές ένα σύνολο εντυπώσεων (την έξαψη του ελεύθερου κατηφορίσματος χωρίς να κάνεις πετάλι, το θόρυβο της ασφάλτου κάτω από τις ρόδες, το χάδι του αέρα στο πρόσωπο, το αργό ξετύλιγμα του τοπίου), που φαίνονταν να περίμεναν αυτήν ακριβώς τη στιγμή για να ξαναγεννηθούν.

Η ανακάλυψη των άλλων










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου